περισπωμένης

περισπωμένης
περισπάω
draw off from around
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • λιθουανική — Γλώσσα του βαλτικού κλάδου των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Είναι η επίσημη γλώσσα της Λιθουανίας και ομιλείται περίπου από τρία εκατομμύρια άτομα. Είναι συγγενής με τη λετονική και την αρχαία πρωσική, που έχει εξαφανιστεί πια και υπάρχουν ελάχιστα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”